θρίγκωμα
English (LSJ)
-ατος, τό, coping, cornice, cj. for τριχώμασιν, J.AJ15.11.3: metaph., θ. τῆς τροφῆς, of salt, Plu.2.685b.
German (Pape)
[Seite 1218] τό, = θριγκός; Plut. Symp. 5, 10, 3, übertr., θρίγκωμα τῆς τροφῆς, vom Salz; ist auch Eur. I. T. 74 für τριχώματα vermuthet.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
revêtement de mur, faîte ; p. anal. bord d'un autel.
Étymologie: θριγκόω.
Russian (Dvoretsky)
θρίγκωμα: ατος τό
1 верхний край, карниз (θριγκώματα βωμοῦ Eur.);
2 досл. обрамление, перен. приправа (τῆς τροφῆς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
θρίγκωμα: τό, θριγκός, γεῖσον, Εὐρ. Ι. Τ. 74, ἐξ εἰκασ. τοῦ Ruhnk.