θριγκώ
From LSJ
Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει → Nil utilitatis improbi in donis viri → Geschenke eines Schurken sind nicht von Gewinn
Greek Monolingual
θριγκῶ, -όω (Α) θριγκός
1. τοποθετώ θριγκό σε οικοδόμημα
2. συμπληρώνω, ολοκληρώνω.
Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει → Nil utilitatis improbi in donis viri → Geschenke eines Schurken sind nicht von Gewinn
θριγκῶ, -όω (Α) θριγκός
1. τοποθετώ θριγκό σε οικοδόμημα
2. συμπληρώνω, ολοκληρώνω.