θυμομαχῶ, -έω (Α)1. είμαι οργισμένος, είμαι θυμωμένος2. πολεμώ με πείσμα3. (με δοτ.) φιλονικώ, έχω επίμονη άμιλλα με κάποιον, έχω διαμάχη με κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + -μαχώ (< -μάχος < μάχη), πρβλ. ναυμαχώ, ξιφομαχώ].