θυτικός
English (LSJ)
θυτική, θυτικόν,
A of or for sacrifice, μαχαιρίδιον Luc.Pisc.45: ἡ θυτική (sc. τέχνη), the art of the diviner, Ph.2.221, Onos.10.28, Ath.14.659d, Hdn.8.3.7, Porph.Abst.2.53; τὸ θ. Placit.5.1.3; θ. μαντεία Sch. rec.A.Pr.496.
II given to sacrificing, Str.3.3.6.
German (Pape)
[Seite 1228] zum Opfer gehörig; ἡ θυτική, Opferkunde, die Wissenschaft des Opferpriesters, Ath. XIV, 559 d; Hdn. 8, 3, 17.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne les sacrifices, qui sert aux sacrifices ; τὸ θυτικόν PLUT la science des sacrifices ou de la divination.
Étymologie: θύω¹.
Russian (Dvoretsky)
θῠτικός: θύω 1] служащий для жертвоприношений, жертвенный (μαχαιρίδιον Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
θῠτικός: -ή, -όν, (θύω Α) χρησιμεύων εἰς τὸ θύειν, μαχαιρίδιον Λουκ. ἐν Ἁλιεῖ 45· ― ἡ -κὴ (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ ἱεροσκόπου, τοῦ μάντεως, Ἀθήν. 659D, Ἡρῳδιαν. 8. 3· οὕτω, τὸ θυτικὸν Πλούτ. 2. 904Ε· θ. μαντεία Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 496.
Greek Monolingual
θυτικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θυσία ή είναι χρήσιμος για τη θυσία
2. αυτός που επιδίδεται σε θυσίες
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ θυτική (ενν. τέχνη)
η μαντική, η τέχνη του ιεροσκόπου, του μάντη
4. φρ. «θυτική μαντεία» — η μαντεία που γίνεται κατά τις θυσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύτης ή το αμάρτυρο ρηματικό επίθ. θυτός (μαρτυρείται μόνο τ. ά-θυτος) [< θύω (I)] + κατάλ. -ικός (πρβλ. δεκτικός, λεκτικός)].
Greek Monotonic
θυτικός: -ή, -όν (θύω Α), αυτός που ταιριάζει ή χαρακτηρίζει τη θυσία, σε Λουκ.
Middle Liddell
θῠτικός, ή, όν [θύω1]
of or for sacrifice, Luc.