θύριον
English (LSJ)
[ῠ] (not θυρίον, Eust.268.9), τό, Dim. of θύρα,
A little door, wicket, Ar.Nu.92, Th.26, IG11(2).154A26 (Delos, iii B.C.), Plu. Cleom.8, Alciphr.3.30: metaph., τὸ τοῦ λόγου θ. παραβαλοῦ close the door of discourse, Plu.2.94of, cf. 965b.
2 small sluice, PLond. 3.1177.243 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1227] τό (θυρίον ist falsche Accentuation), dim. von θύρα, kleine Thür, Ar. Th. 26 u. Sp., wie Plut. Cleom. 8 Alciphr. 3, 30.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite porte ou vantail d'une porte ; fig. τὸ τοῦ λόγου θύριον παραβάλλεσθαι PLUT clore son discours.
Étymologie: θύρα.
Russian (Dvoretsky)
θύριον: (ῠ) τό [demin. к θύρα дверца, калитка Arph., Plut.: παραβαλοῦ τό θ. τοῦ λόγου! Plut. шутл. заткнись!
Greek (Liddell-Scott)
θύριον: (οὐχὶ θυρίον. Εὐστ. 268. 9), τό, ὑποκορ. τοῦ θύρα, μικρὰ θύρα. Ἀριστοφ. Νεφελ. 92 (διάφ. γραφ. θυρίδιον), Θεσμ. 26, Πλούτ. Κλεομέν. 8, κτλ.· μεταφ., τὸ τοῦ λόγου θ. παραβάλλεσθαι, κλείειν τὴν θύραν τοῦ λόγου, ὁ αὐτ. 2. 940F, πρβλ. 965Β.
Greek Monolingual
θύριον, τὸ (ΑΜ)
1. μικρή θύρα
2. πάπ. μικρός υδροφράκτης, μικρό φράγμα
3. μτφ. η κατακλείδα, το τέλος («τὸ τοῦ λόγου θύριον παραβόλοῦ» — κλείσε τη θύρα του λόγου, βάλε κατακλείδα στον λόγο σου).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. αρνίον, βιβλίον)].
Greek Monotonic
θύριον: τό, υποκορ. της θύρας, η μικρή πόρτα, σε Αριστοφ.