ἰαμεναί, αἱ (Α)
ειαμεναί. λιβάδια με άφθονη βλάστηση σε τόπους υγρούς, κοντά σε βάλτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο ο τ. ιαμεναί όσο και ο τ. ίαμνοι είναι διαφορετικές γραφές του ειαμενή, -αί και άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για ουσιαστικοποιημένη μτχ. (πρβλ. δεξαμενή)].