ἱκάνω (Α)1. έρχομαι, φθάνω2. εκτείνομαι3. (για ψυχικές καταστάσεις) καταλαμβάνω4. (για ικέτη) πέφτω στα γόνατα κάποιου παρακαλώντας τον, γονυπετώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκ-άν-Fω < ικ- (πρβλ. ίκω, ικνούμαι) + -αν-Fω κατά τα κιχ-άνω, φθ-άνω].