ο (ΑΜ ἱλασμός) ιλάσκομαινεοελλ.1. εξιλέωση, εξευμενισμός2. συγχώρηση, άφεση, χάρη3. εξαγνισμός, καθαρμόςαρχ.1. εξιλεωτική ποινή, ιλαστήρια προσφορά2. στον πληθ. οἱ ἱλασμοίμέσο εξιλέωσης.