ιλυόεις

Greek Monolingual

ἰλυόεις, -εσσα, -εν (Α)
γεμάτος λάσπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλύς, -ύος + κατάλ. -οεις (πρβλ. αλγινόεις, δακρυόεις)].