ιξοφορεύς

Greek Monolingual

ἰξοφορεύς, -έως, ὁ (Α)
ο αλειμμένος με ιξό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + φορεύς (< φέρω), πρβλ. λιμοφορεύς, ρηνοφορεύς.