λιμοφορεύς
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
έως, ὁ, (φέρω) causing hunger, AP11.371 (Pall.).
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
qui cause la faim ou la famine.
Étymologie: λιμός, φέρω.
German (Pape)
[ῑ], ὁ, der Hungerbringer, λιμοφορήων δίσκων, Pallad. 27 (VI.371).
Russian (Dvoretsky)
λῑμοφορεύς: έως adj. m возбуждающий чувство голода (δίσκοι Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
λῑμοφορεύς: ὁ, (φέρω) ὁ φέρων, προξενῶν λιμόν, Ἀνθ. Π. 11. 371.
Greek Monolingual
λιμοφορεύς, -έως, ὁ (Α)
αυτός που φέρνει λιμό, αυτός που προξενεί πείνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + φορεύς (< φέρω), πρβλ. αμφιφορεύς, συμφορεύς.
Greek Monotonic
λῑμοφορεύς: ὁ (φέρω), αυτός που προξενεί πείνα, αυτός που επιφέρει λιμό, σε Ανθ.