λιμοφορεύς

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῑμοφορεύς Medium diacritics: λιμοφορεύς Low diacritics: λιμοφορεύς Capitals: ΛΙΜΟΦΟΡΕΥΣ
Transliteration A: limophoreús Transliteration B: limophoreus Transliteration C: limoforeys Beta Code: limoforeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, (φέρω) causing hunger, AP11.371 (Pall.).

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
qui cause la faim ou la famine.
Étymologie: λιμός, φέρω.

German (Pape)

[ῑ], ὁ, der Hungerbringer, λιμοφορήων δίσκων, Pallad. 27 (VI.371).

Russian (Dvoretsky)

λῑμοφορεύς: έως adj. m возбуждающий чувство голода (δίσκοι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λῑμοφορεύς: ὁ, (φέρω) ὁ φέρων, προξενῶν λιμόν, Ἀνθ. Π. 11. 371.

Greek Monolingual

λιμοφορεύς, -έως, ὁ (Α)
αυτός που φέρνει λιμό, αυτός που προξενεί πείνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + φορεύς (< φέρω), πρβλ. αμφιφορεύς, συμφορεύς.

Greek Monotonic

λῑμοφορεύς: ὁ (φέρω), αυτός που προξενεί πείνα, αυτός που επιφέρει λιμό, σε Ανθ.

Middle Liddell

λῑμο-φορεύς, έως, φέρω
causing hunger, Anth.