ἱππίσκος ὁ (Α)(υποκορ. του ίππος)1. μικρό άγαλμα ίππου2. στολίδι του κεφαλιού3. ως κύριο όν. Ἱππίσκοςτίτλος κωμωδίας του Αλέξιδος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. μηνίσκος, πυργίσκος)].