ἱππίσκος
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
ὁ, Dim. of ἵππος, name of a play by Alexis, Ath.3.120b.
2 small statue of a horse, Michel832.41 (Samos, iv B.C.).
II an ornament for the head (cf. ἱππεύς v), Cratin.Jun.5, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1259] ὁ, dim. zu ἵππος, Titel einer Komödie des Alexis, Ath. III, 120 b; auch ein Frauenschmuck, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ ἵππος, ὄνομα κωμῳδίας τοῦ Ἀλέξιδος. ΙΙ. κόσμημά τι τῆς κεφαλῆς (πρβλ. ἱππεὺς V), Κρατῖνος ὁ νεώτερος ἐν «Ὀμφάλῃ» 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἱππίσκος· ἐπίθεμα κεφαλῆς. ἢ γυναικεῖον κόσμιον».
Greek Monolingual
ἱππίσκος ὁ (Α)
(υποκορ. του ίππος)
1. μικρό άγαλμα ίππου
2. στολίδι του κεφαλιού
3. ως κύριο όν. Ἱππίσκος
τίτλος κωμωδίας του Αλέξιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. μηνίσκος, πυργίσκος)].