ισολεχής

Greek Monolingual

ἰσολεχὴς, -ές (Α)
αυτός που έχει την ίδια κλίνη με κάποιον άλλο, όμόκοιτος, ὁμόλοχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -λεχής (< λέχος «κρεβάτι»), πρβλ. απειρολεχής, μονολεχής].