ισοπεδώνω
Greek Monolingual
1. κάνω κάτι ισόπεδο, καθιστώ μια επιφάνεια ομαλή
2. μτφ.
1. καταργώ τις διαφορές και διακρίσεις που υπάρχουν, εξομοιώνω, εξισώνω
2. κατεδαφίζω, γκρεμίζω, καταστρέφω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσόπεδος. Η λ. στον λόγιο τ. ίσοπεδόω-ῶ μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν του Σκαρλάτου Βυζάντιου].