ἱστία και ἱστίη και Ἱστίη και Ἱστιαία, ἡ (Α)βλ. εστία.[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρικός, βοιωτικός και αρκαδικός παράλλ. τ. του ἑστία. Για την ερμηνεία του ἱ- βλ. λ. εστία].