ἱστίη
From LSJ
μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians
English (LSJ)
v. ἑστία.
German (Pape)
[Seite 1270] ἡ, ion. = ἑστίη, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
ion. c. ἑστία.
Russian (Dvoretsky)
ἱστίη: ион. = ἑστία.
Greek (Liddell-Scott)
ἱστίη: Ἱστίη, Ἱστίαια, ἴδε ἑστία· - ἱστιητόριον, ἴδε ἑστιατόριον.
English (Autenrieth)
(Att. ἑστίᾶ): hearth. (Od.)
Greek Monolingual
ἱστίη, ἡ (Α)
ιων. τ. εστία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. του ἑστία].
Greek Monotonic
ἱστίη: Ιων. αντί ἑστία· και σαν κύριο όνομα Ἱστίη αντί Ἑστία.