ιστιοδέτης

Greek Monolingual


ναυτ. σχοινί, με μήκος πέντε ή έξι οργιές, κατάλληλο για το δέσιμο τών ιστίων, κν. σάγουλα τών πανιών της αποθήκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + -δέτης (< δέω[ΙΙ]), πρβλ. αγκυροδέτης, λαιμοδέτης.