κάμπτρον

English (LSJ)

τό,
A turningpoint in the race-course, ib. s.v. intermetium.
II = κάμπτρα, ibid.; cf. κάπτρον.

Greek Monolingual

κάμπτρον, τὸ (Α)
(γλώσσ.)
1. το σημείο της στροφής στον ιππόδρομο, νύσσα, καμπτήρ
2. κάμπτρα, κάμψα, θήκη, σάκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμπτω. Με τη σημασία «θήκη», άλλος τ. του κάμπτρα].