κάταντα
English (LSJ)
Adv. downhill, downward, πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον = and ever upward, downward, sideward, and aslant they went Il.23.116, cf. Luc.Merc.Cond.26: c. gen., below, prob. in PFlor.370.7 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1366] adv. zu κατάντης, bergab; πολλὰ δ ἄναντα, κάταντα, πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον Il. 23, 116; danach Luc. de merc. cond. 26.
French (Bailly abrégé)
adv.
en descendant ; ἄναντα καὶ κάταντα LUC par monts et par vaux.
Étymologie: κατά, ἄντα, cf. κατάντης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάτ-αντα, adv., omlaag:. ἄναντα καὶ κάταντα omhoog en omlaag Luc. 36.26.
Russian (Dvoretsky)
κάταντα: adv. вниз с горы, под гору (ἄναντα, κ., πάραντά τε δόχμιά τ᾽ ἐλθεῖν Hom.): ἄναντα καὶ κ. Luc. погов. по горам и долам, т. е. решительно всюду.
Greek (Liddell-Scott)
κάταντα: Ἐπίρρ. (ἐκ τοῦ κατάντης) κατωφερικῶς, πρὸς τὰ κάτω, ἐν τῷ περιφήμῳ στίχῳ πολλὰ δ’ ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ’ ἦλθον Ἰλ. Ψ. 116.
English (Autenrieth)
(κατάντης): adv., downhill, Il. 23.116†.
Greek Monolingual
κάταντα (Α)
επίρρ. προς τα κάτω, κατηφορικά («πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον» — πήγαν προς τα πάνω, προς τα κάτω, παράμερα και λοξά, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἄντα «απέναντι, κατά πρόσωπο»].
Greek Monotonic
κάταντα: επίρρ., κατωφερικά, προς τα κάτω, κατηφορικά, σε Ομήρ. Ιλ.