κάχληκας

Greek Monolingual

ὁ (ΑΜ κάχληξ, Α και κόχλαξ)
στρογγυλό λιθάρι τών παραλίων και τών ποταμών, κροκάλα, χαλίκι, βότσαλο, κοχλάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πιθ. ανάγεται σε ονοματοποιία και συνδέεται με το καχλάζω «βουίζω, κοχλάζω». Η λ. εμφανίζει την κατάλ. -ηξ (πρβλ. νάρθηξ, τράπηξ). Κατά μια άλλη άποψη, η λ. κάχλη, μαζί με τη λατ. calx «χαλίκι», είναι δάνεια αιγαιακά (ίσως προελλην. γλωσσικού υποστρώματος), πρβλ. χάλιξ. Ο τ. κόχλαξ είναι μεταπλασμένος τ. σχηματισμένος ίσως κατ' επίδρασιν του κόχλος «κοχλίας, σαλίγκαρος»].