ἡ, = Lat. cella, room, chamber, POxy.1128.15 (ii A.D.), etc.
η (ΑΜ κέλλα)κλειστός χώρος, δωμάτιονεοελλ.-μσν.δωμάτιο μοναστηριού, κελλί μοναχούμσν.αποθήκη.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cella «μικρό δωμάτιο, αποθήκη»].