καβαλώ

Greek Monolingual

και καβαλάω (Μ καβαλῶ, -άω) καβάλα
καβαλικεύω
νεοελλ.
φρ. «καβαλώ το καλάμι» — γίνομαι υπερόπτης, παίρνουν τα μυαλά μου αέρα.