Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
και καβαλάω (Μ καβαλῶ, -άω) καβάλακαβαλικεύωνεοελλ.φρ. «καβαλώ το καλάμι» — γίνομαι υπερόπτης, παίρνουν τα μυαλά μου αέρα.