καθαρῶδες, clear, ὄμμα v.l. for καρώδης, Hp.Epid.5.99.
καθαρώδης: -ες, (εἶδος) διαυγής, ὄμμα Ἱππ. 1162C.
καθαρώδης, -ῶδες (Α) καθαρόςδιαυγής, ευκρινής, λαμπρός.
καθαρώδης -ες [καθαρός] helder.