καθυπνόω
English (LSJ)
Ion. κατυπνόω, fall fast asleep, Hdt.4.8, 7.12, al., X.Mem.2.1.30, Aen.Tact.18.17, Phld.Hom.p.25 O., IG4.952.51 (Epid.): Ep. part. καθυπνώοντι dub. in Maiist.16:—Pass., κατυπνωμένος = asleep, Hdt.3.69, 7.14, 17.
German (Pape)
[Seite 1290] einschlafen, fest schlafen, ἐν κοίτῃ, Her. 7, 16, 3; auch im med., τὸ ὄνειρον τὸ Ξέρξῃ κατυπνωμένῳ ἐπιστάν ib. 14; absolut, Xen. Mem. 2, 1, 30 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
καθυπνῶ :
dormir profondément;
Moy. καθυπνόομαι, καθυπνοῦμαι m. sign.
Étymologie: κατά, ὑπνόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθυπνόω, Ion. κατυπνόω (κάθυπνος) in diepe slaap vallen; ptc. perf. pass.: κατυπνωμένος = in diepe slaap Hdt. 3.69.3.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθυπνόω: ион. κᾰτυπνόω тж. med.
1 спать (ἐν κοίτῃ Her.; ἡδέως Xen.; μετὰ τὴν τροφήν Arst.);
2 засыпать: ἦλθε οἱ κατυπνωμένῳ τὠυτὸ ὄνειρον Her. когда (Ксеркс) заснул (или спал), ему явился тот же сон.
Greek (Liddell-Scott)
καθυπνόω: Ἰων. κατυπνόω, κοιμῶμαι βαθέως, βυθίζομαι εἰς ὕπνον, Ἡρόδ. 4. 8., 7. 12, 15. 16, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 30. - οὕτως ἐν τῷ Παθ., κατυπνωμένος, βεβυθισμένος εἰς ὕπνον, Ἡρόδ. 3. 69., 7. 14, 17.
Greek Monotonic
καθυπνόω: Ιων. κατ-· μέλ. -ώσω, κοιμάμαι βαθιά, βυθίζομαι στον ύπνο, είμαι σε λήθαργο, σε Ηρόδ., Ξεν. — Παθ., μτχ. παρακ. κατυπνωμένος, αυτός που έχει βυθιστεί στον ύπνο, σε Ηρόδ.
Greek Monolingual
καθυπνῶ, καθυπνόω (AM, Α ιων. τ. κατυπνόω) κάθυπνος
βυθίζομαι στον ὕπνο, κοιμάμαι βαθιά («ἵνα δὲ καθυπνώσης ἡδέως», Ξεν.).
Middle Liddell
ionic κατ- fut. ωσω
to be fast asleep, fall asleep, Hdt., Xen.:—Pass., perf. part. κατυπνωμένος asleep, Hdt.