κάθυπνος

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάθυπνος Medium diacritics: κάθυπνος Low diacritics: κάθυπνος Capitals: ΚΑΘΥΠΝΟΣ
Transliteration A: káthypnos Transliteration B: kathypnos Transliteration C: kathypnos Beta Code: ka/qupnos

English (LSJ)

κάθυπνον, fast asleep, Parmeno 1, Arist.Pr.876a21.

German (Pape)

[Seite 1290] schläfrig, fest schlafend; κάθ. ὡς μήκωνα φάρμακον πίνων Parmen. bei Ath. V, 221 b; Arist. probl. 3 E.

Russian (Dvoretsky)

κάθυπνος: (ᾰ) сонный, спящий Arst.

Greek (Liddell-Scott)

κάθυπνος: -ον, βεβυθισμένος εἰς ὕπνον, κάθυπνος ὡς μήκωνα φάρμακον πίνων Παρμένων παρ’ Ἀθην. 221Β, Ἀριστ. Προβλ. 3. 34, 2.

Greek Monolingual

κάθυπνος, -ον (Α)
ο βυθισμένος σε ύπνο, αυτός που κοιμάται βαθιά, καθυπνής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- -υπνος (< ὕπνος), πρβλ. ά-υπνος, περί-υπνος].