καινοτοκώ

Greek Monolingual

καινοτοκῶ, -έω (Α)
γεννώ καινούργια πράγματα, δημιουργώ ή παράγω καινούργια πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -τοκῶ (< -τόκος < τόκος < τίκτω), πρβλ. πρωτοτοκώ, τελειοτοκώ].