τελειοτοκώ

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436

Greek Monolingual

-έω, Α
γεννώ τέλεια νεογνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος + -τοκῶ (< -τόκος < τόκος < τίκτω), πρβλ. ὀλιγοτοκώ].