κακομοίρης
Greek Monolingual
-α, -ικο (Μ κακομοίρης, -α)
1. αυτός που έχει κακή μοίρα, δυστυχής, κακότυχος
2. ως ουσ. ο κακομοίρης, η κακομοίρα, το κακόμοιρο
άξιος οίκτου και συμπάθειας, καημένος
νεοελλ.
1. αυτός που έχει έλλειψη φυσικών ή ψυχικών χαρισμάτων, άχαρος, κακοφτειαγμένος, μισερός
2. (για πρόωρα πεθαμένους) μακαρίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + μοίρα (πρβλ. καλομοίρης)].