κακοποίηση
Greek Monolingual
η (AM κακοποίησις) κακοποιώ
νεοελλ.
1. κακομεταχείριση, βιαιοπραγία, βασανισμός, βάναυση πράξη που επιφέρει βλάβη
2. υβριστική, βάναυση συμπεριφορά
3. βιασμός, ατίμωση διά της βίας
4. κακή χρήση, διαστρέβλωση («κακοποίηση της αλήθειας»)
μσν.-αρχ.
κακοποιία, κακή πράξη, το να κάνει κανείς κακό.