κακοτράχαλος

Greek Monolingual

-η, -ο
(για τόπο) γεμάτος από τρόχαλα, από μικρές πέτρες, πετρώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + τρόχαλο «μικρή πέτρα»].
-η, -ο
1. (για τόπο) κακός, δύσβατος, δυσπρόσιτος, ανώμαλος
2. (για πρόσ.) δύσμορφος, κακοφτειαγμένος, δύσκαμπτος
3. (για πρόσ.) μτφ. αυτός που δύσκολα συμβιβάζεται, ζόρικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακο-τρόχαλος, με προληπτική αφομοιωτική τροπή του -ο- σε -α-].