Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ζόρικος

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698

Greek Monolingual

-η, -ο ζόρι
1. κουραστικός, δύσκολος («τα πράγματα είναι πολύ ζόρικα»)
2. (για πρόσ.) δύστροπος, στριμμένος, ανάποδος, ατίθασος («ζόρικο παιδί»).
επίρρ...
ζόρικα
με πολύ ζόρι, με δυσκολία.