καλαμογραφώ

Greek Monolingual

-έω
γράφω με το καλάμι, με τη γραφίδα, εξιστορώ, διηγούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλάμι + -γραφώ (< -γράφος), πρβλ. ηθογραφώ, υμνογραφώ].