καλλείπω

English (LSJ)

Epic for καταλείπω.

German (Pape)

[Seite 1309] ep. = καταλείπω.

French (Bailly abrégé)

poét. c. καταλείπω.

Russian (Dvoretsky)

καλλείπω: эп. = καταλείπω.

Greek (Liddell-Scott)

καλλείπω: Ἐπικ. ἀντὶ καταλείπω, Ὁμ. Ἰλ. Κ. 238, κτλ.

English (Autenrieth)

aor. 2 κάλλιπον (κάλλιφ, Ζ 223, Il. 10.338), inf. -έειν: leave behind, leave in the lurch, abandon, Il. 21.414, Il. 22.383, Il. 24.383; ‘give over,’ ἕλωρ γενέσθαι, Il. 17.151, γ 2, Od. 5.344.
see καταλείπω.

Greek Monotonic

καλλείπω: Επικ. αντί καταλείπω.