καλλιλογία
English (LSJ)
ἡ, elegance of language, D.H.Comp.16; ἡ Προδίκου κ. Max.Tyr. 23.1.
German (Pape)
[Seite 1310] ἡ, schöner Ausdruck, schöne Rede, mit μεγαλοπρέπεια u. σεμνότης verbunden, Dion. Hal. de C. V.
Greek (Liddell-Scott)
καλλιλογία: γλαφυρότης ὕφους, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 16.
Greek Monolingual
η (AM καλλιλογία) καλλιλογώ
η φροντισμένη έκφραση, η καλλιέπεια.