γλαφυρότης

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλᾰφῠρότης Medium diacritics: γλαφυρότης Low diacritics: γλαφυρότης Capitals: ΓΛΑΦΥΡΟΤΗΣ
Transliteration A: glaphyrótēs Transliteration B: glaphyrotēs Transliteration C: glafyrotis Beta Code: glafuro/ths

English (LSJ)

-ητος, ἡ, subtlety, θεωρίας Ph.1.521, cf. 530 (pl.); elegance, ἔργων J.AJ12.2.9; παραβολῶν Luc.Dem.Enc.6, cf. Phld. Rh.1.165S.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
1 agudeza, sutileza γ. συνεχοῦς θεωρίας la sutileza de una teoría bien encadenada Ph.1.521.
2 elegancia ἡ ποικιλία τῶν ἔργων καὶ γ. la variedad y elegancia de las labores artesanales I.AI 12.69, γ. λέξεων I.AI 20.264, cf. Phld.Rh.1.165, plu. ἥδομαι ... τὰς τῶν παραβολῶν ... γλαφυρότητας disfruto con la elegancia de las metáforas Luc.Dem.Enc.6.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
c. γλαφυρία.
Étymologie: γλαφυρός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλαφυρότης -ητος, ἡ γλαφυρός elegantie, verfijndheid. Luc. 58.6.

German (Pape)

ητος, ἡ, = γλαφυρία, übertragen, Luc. Dem. 6 und andere Spätere

Russian (Dvoretsky)

γλᾰφῠρότης: ητος ἡ Luc. = γλαφυρία.

Greek (Liddell-Scott)

γλαφυρότης: -ητος, ἡ, = γλαφυρία, Λουκ. Δημ. 6, Φίλων 1. 170.

Greek Monotonic

γλαφῠρότης: -ητος, ἡ = γλαφυρία, σε Λουκ.