καλουπώνω

Greek Monolingual

καλούπι
1. δίνω σχήμα, μορφή σε άμορφη ύλη, βάζω σε μήτρα, σε φόρμα, σε καλούπι, καλουπιάζω, τυποποιώ
2. μτφ. επιβάλλω σε κάποιον να ακολουθήσει έναν συγκεκριμένο τρόπο συμπεριφοράς, σκέψης, έκφρασης κ.λπ.
3. μτφ. απατώ, εξαπατώ
4. (με αισχρή σημ.) καβαλώ.