Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καβαλώ

From LSJ

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388

Greek Monolingual

και καβαλάω (Μ καβαλῶ, -άω) καβάλα
καβαλικεύω
νεοελλ.
φρ. «καβαλώ το καλάμι» — γίνομαι υπερόπτης, παίρνουν τα μυαλά μου αέρα.