φόρμα

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. εξωτερική μορφή, σχήμαφόρμα φορέματος»)
2. μήτρα, καλούπι («η φόρμα του κέικ»)
3. ύφος του γραπτού λόγου, στυλ
4. ολόσωμο ένδυμα
5. φρ. «είμαι σε φόρμα» — βρίσκομαι σε καλή φυσική κατάσταση και έχω καλή ψυχική διάθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. forma < λατ. forma «μορφή, σχήμα»].