καλώνυμος

English (LSJ)

καλώνυμον, bearing a fair name, εὐσέβεια IG5(1).1331 (Laconia), cf. EM143.22.

German (Pape)

[Seite 1315] mit schönem Namen, VLL., Erkl. von εὐώνυμος.

Greek (Liddell-Scott)

καλώνῠμος: -ον, ἔχων καλὸν ὄνομα, Φωτ. Βιβλιοθ. 88. 27, Συλλ. Ἐπιγρ. 9622.

Greek Monolingual

καλώνυμος, -ον (AM)
αυτός που έχει καλό όνομα, καλή φήμη, υπόληψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. του ὄνομα), πρβλ. ιδιώνυμος, ψευδώνυμος].