ιδιώνυμος
From LSJ
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἰδιώνυμος, -ον)
αυτός που ονομάζεται ή χαρακτηρίζεται με ιδιαίτερο όνομα
νεοελλ.
φρ. (νομ.) «ιδιώνυμο αδίκημα» ή απλώς «ιδιώνυμο» — αδίκημα που χαρακτηρίζεται ιδιαιτέρως, διαφορετικά από τα αδικήματα της γενικότερης κατηγορίας στην οποία από τη φύση του υπάγεται, και που τιμωρείται με ιδιαίτερες, ξεχωριστές ποινές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδι(ο)- + -ώνυμος (< όνομα, αιολ. και δωρ. τ. του όνομα), πρβλ. ανώνυμος, επώνυμος].