καμηλοφορβός
Greek (Liddell-Scott)
καμηλοφορβός: ὁ, (φέρβω) = καμηλοβοσκός, Νικήτ. Βυζ. 713Β, ἐν τῇ Ἑλληνικῇ Πατρολογίᾳ.
Greek Monolingual
καμηλοφορβός, ὁ (Μ)
καμηλοβοσκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + -φορβός (< φέρβω «τρέφω»), πρβλ. βουφορβός, ιπποφορβός].