καμηλό

Greek Monolingual

και καμελό, το
(ακλ.)
1. είδος χοντρού μάλλινου υφάσματος που κατασκευάστηκε στην αρχή από τρίχες καμήλας, αργότερα όμως και από μαλλί προβάτου ή κατσίκας
2. ρούχο, ιδίως παλτό, κατασκευασμένο από ύφασμα καμηλό
3. ονομασία που προήλθε από το ομώνυμο ύφασμα και με το οποίο ονόμαζαν παλαιότερα στη Γαλλία τους πωλητές ευτελών και κακής ποιότητας πραγμάτων
4. η ίδια ονομασία χρησιμοποιήθηκε αργότερα στη Γαλλία για να υποδηλώσει ειδικά τις παλιές εφημερίδες και αυτούς που τίς πουλούσαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. camelot < αραβ. hamlat «μάλλινο ύφασμα»].