καμπτήρας

Greek Monolingual

ο (AM καμπτήρ) κάμπτω
νεοελλ.
1. αυτός που κάμπτει, που λυγίζει κάτι
2. ναυτ. σιδερένιος ή ξύλινος κύλινδρος που εμποδίζει την τριβή τών αλυσίδων ή τών σχοινιών, μπαμπαδάκι
3. φρ. ανατ. «καμπτήρες μύες» — μύες που με τη συστολή τους κάμπτουν διάφορα μέλη του σώματος
αρχ.
1. γωνία, στροφή, καμπή
2. το σημείο του σταδίου ή του ιπποδρόμου, στο οποίο οι αγωνιζόμενοι δρομείς ή αρματοδρόμοι έκαναν τη στροφή για να επιστρέψουν εκεί όπου ξεκίνησαν να τρέχουν
3. μτφ. φρ. α) «τοῦ βίου καμπτήρ» — η τροπή, η στροφή του βίου προς την παρακμή, όταν οι δυνάμεις αρχίζουν να λιγοστεύουν (Ηρώνδ.)
β) «πύματος καμπτήρ» — η έσχατη στροφή, ο έσχατος δρόμος της ζωής, το τέλος (Ανθ. Παλ.).