καπνοσύριγγα
Greek Monolingual
ἡ
1. μικρός σωλήνας στην άκρη του οποίου ο καπνιστής τοποθετεί το τσιγάρο ενώ από την άλλη εισπνέει τον καπνό που παράγεται από την καύση, πίπα
2. σκεύος καπνίσματος που αποτελείται από μικρό κοίλωμα στο οποίο τοποθετείται και καίγεται ο καπνός και από σωλήνα διά μέσου του οποίου ο καπνιστής εισπνέει τον παραγόμενο καπνό, τσιμπούκι
3. η μακριά δερμάτινη σύριγγα του ναργιλέ, το μαρκούτσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + σύριγγα. Με τη λ. αυτή αποδίδεται το γαλλ. pipe και το τουρκ. cubuc «τσιμπούκι». Η λ., στον λόγιο τ. καπνοσύριγξ, μαρτυρείται από το 1845 στον Αλέξ. Ρ. Ραγκαβή].