καρδίτσα

Greek Monolingual

η (Μ καρδίτσα)
(με συμπάθεια) υπόσταση, ύπαρξη, ψυχή
μσν.
φρόνημα
3. φρ. α) «μὲ τὴν καρδίτσα» — με ικανοποίηση
β) «ἀναπηδᾱ ἡ καρδίτσα μου» — συγκινούμαι, ταράζομαι
γ) «ἀνοίγω τὴν καρδίτσα κάποιου» — χαροποιώ, ανακουφίζω κάποιον από τη λύπη
δ) «δροσίζεται ἡ καρδίτσα μου» — ικανοποιούμαι, ανακουφίζομαι
ε) «καίγεται ἡ καρδίτσα μου» — υποφέρω, θλίβομαι
στ) «τρέμει η καρδίτσα μου» — ανησυχώ, ταράζομαι.