καστόρι

Greek Monolingual

το (AM καστόριον, Α και καστόρειον, Μ και καστόριν)
(φαρμ.) έκκριμα τών γεννητικών αδένων του κάστορα που χρησιμοποιούνταν ως αντισπασμωδικό φάρμακο σε περιπτώσεις τρόμων και σπασμών ή στην αρωματοποιία υπό μορφή βάμματος
νεοελλ.
1. είδος μαλακού δέρματος που μοιάζει κατά την υφή με αυτό του κάστορα
2. ύφασμα κατασκευασμένο από τρίχες κάστορα
3. είδος εκλεκτού υφάσματος που μοιάζει στην υφή με αυτό που κατασκευάζεται από τρίχες κάστορα
νεοελλ.-μσν.
1. το ζώο κάστορας
2. κατεργασμένο δέρμα ή γούνα από κάστορα
αρχ.
(κατά το λεξ. Σούδα) «εἶδος βαφῆς ἀπὸ τῆς κογχύλης».
[ΕΤΥΜΟΛ. < καστόριον, ουσιαστικοποιημένο ουδ. του επιθ. καστόριος.