κατάδοση

Greek Monolingual

η (AM κατάδοσις) καταδίδω
νεοελλ.
1. μυστική καταγγελία ή αποκάλυψη
2. προδοσία
μσν.
συκοφαντία
αρχ.
1. καταβολή πληρωμής
2. πληρωμή με δόσεις.