-η, -ο(για χιόνι ή βροχή ή καπνό) αυτός που πέφτει κατευθείαν στα μάτια («κατάματο έπεφτε πάνω μας το χαλάζι»). επίρρ...κατάματαμέσα στα μάτια.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -ματος (< μάτι), πρβλ. γλυκόματος, μονόματος].