κατάρριψη

Greek Monolingual

η (Α κατάρριψις) καταρρίπτω
νεοελλ.
η κατεδάφιση, το γκρέμισμα
2. το να ρίχνει κάποιος κάτι κάτω («η κατάρριψη του εχθρικού αεροπλάνου»)
3. η υπέρβαση, το ξεπέρασμα («η κατάρριψη του παγκόσμιου ρεκόρ»)
αρχ.
η ανατροπή, η κατάλυση.